- σφαιροειδῶν
- σφαιροειδήςglobularmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαιροκυττάρωση — η, Ν ιατρ. η εμφάνιση σφαιροειδών ερυθρών αιμοσφαιρίων στο περιφερειακό αίμα … Dictionary of Greek
ημιμορφίτης ή καλαμίνα — Ένα από τα κυριότερα μεταπυριτικά άλατα του ψευδαργύρου (τσίγκου), που καθορίζεται χημικά με τον τύπο Zn4Si2O7(OH)2.(H2O). Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό συστήμα, έχει σκληρότητα 4,5 5 και πυκνότητα 3,4 3,5 gr/cm3. Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος·… … Dictionary of Greek
Λαπλάς, Πιερ Σιμόν ντε- — (Pierre Simon de Laplace, Μπομόν αν Οζ 1749 – Παρίσι 1827). Γάλλος αστρονόμος και μαθηματικός. Το 1767 μετέβη στο Παρίσι, μετά από πρόσκληση του Ζαν Μπατίστ ντ’ Αλαμπέρ. Εκεί αναδείχθηκε σε έναν από τους διασημότερους επιστήμονες της εποχής του… … Dictionary of Greek
Μακλόριν, Κόλιν — (Collin Maclaurin, Κίλμονταν, Άργκαϊλσαϊρ 1698 – Εδιμβούργο 1746). Σκοτσέζος μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Καθηγητής στο κολέγιο του Άμπερντιν σε ηλικία 19 ετών, μέλος της Βασιλικής Εταιρείας σε ηλικία μόλις 21 ετών, ανέλαβε το 1725 την έδρα… … Dictionary of Greek